Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Το Τελευταίο γράμμα του Gabriel Garcia Marquez



"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.

Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.

Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμούνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.

Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ'ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυα μου τα τριαντάφυλλα, για να νιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους... Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή...

Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.

Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.

Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ'έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ'αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.

Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.

Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν'το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα."

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

Αναμνήσεις ενός χέστη


Είχα ένα καθίκι, δηλαδή πρέπει να είχα, μάλλον κόκκινο αλλά μπορεί και μοβ -έχεζα τέλος πάντων, δηλαδή πρέπει να έχεζα, δεν θυμάμαι.
Έπειτα έριξα λίγο μπόι και κατάφερα να σκαρφαλώσω στη λεκάνη. Και το καθίκι πήρε δρόμο. Αυτά βέβαια είναι υποθέσεις κι εικασίες, καθόλου σίγουρος δεν είμαι ότι συνέβησαν τα γεγονότα έτσι. Εικάζω ότι τα κωλομέρια μου τρεμούλιασαν στην πρώτη επαφή με το κάθισμα, σα ν' ακούμπησα φίδι. Συνήθισα υποθέτω(έχω κι άλλα φίδια συνηθίσει). Από δω και πέρα η ομίχλη διαλύεται: έχεζα ανελλιπώς.



Όχι πάνω μου βέβαια, ούτε όπου να 'ναι. Τα σκυλιά χέζουν όπου να 'ναι. Θυμάμαι ένα κοριτσάκι που χέστηκε, πρώτη δημοτικού θα 'μουν: ήταν μια τεράστια κουράδα, δεκαπέντε ή είκοσι εκατοστά κι είχε σα σκιά σταμπάρει τη φόρμα. Μεγάλο σκατό για πιτσιρίκι. Την πετυχαίνω που και που την παλιά συμμαθήτρια που χέστηκε, δουλεύει σ' ένα φαστφουντάδικο, μεγάλωσε, παντρεύτηκε. Θα μεγάλωσαν κι οι κουράδες της. Μεγάλωσα κι εγώ, χέζοντας, χέζοντας ακαταπαύστως -θαρρείς όσο περισσότερο σκατό κατέβαζα τόσο ψήλωνα.
Επί είκοσι συναπτά έτη τιμούσα αποκλειστικά και μόνο την ίδια χέστρα, αν εξαιρέσεις κάνα σποραδικό χέσιμο στην τουαλέτα κάποιου θείου, της γιαγιάς κλπ, έπειτα κατατάχθηκα και γνώρισα γενναίες καινούριες τουαλέτες. Έχω χέσει στην Ορεστιάδα, στο Σουφλί, στη Θήβα, στα Γιαννιτσά και σε πολλά άλλα μέρη. Έχω χέσει σχεδόν όλη την Ελλάδα. Κάποτε μάλιστα μου ανετέθη η φύλαξη των τουαλετών ενός ολόκληρου στρατοπέδου, στην 162 Μ.Β.Π. αν δεν
απατώμαι: είχαν επιφορτίσει την πυροβολαρχία μας μ' αυτό το ηρωικό καθήκον -κάναμε τις σκοπιές μας και τρέχαμε στο καπάκι για νούμερο στις χέστρες. Τρίωρα ήταν κι έπρεπε να φοράς εξάρτυση κι αν κανένας φαντάρος έχεζε στραβά να τον αναφέρεις στον αξιωματικό υπηρεσίας πάραυτα.
Ήταν μια καρέκλα που 'χαμε πλάι στους νιπτήρες και με το που τραγουδούσε το καζανάκι σπεύδαμε. Πάντως είναι ν' απορείς πως ανάμεσα σε τόσους πυροβολητές ελάχιστοι βρίσκανε στόχο -ο στρατός είναι όντως σκατά. Απολύθηκα κάποτε κι επέστρεψα στην τουαλέτα μου.
Εξακολούθησα να χέζω με την ίδια αφοσίωση, τόνοι και τόνοι σκατών, σκληρά σαν πέτρα ή νερουλά, σκατά καστανά ή κατάμαυρα, σκατά με αίμα. Στο μεταξύ μετακόμισα, παντρεύτηκα, έκανα και παιδιά -στιγμή δε σταμάτησα να χέζω. Σκέφτομαι μερικές φορές την κατάληξη της αδιάλειπτης αυτής παραγωγής κουράδων, της ιερότερης παρακαταθήκης: σκατά χωνευμένα, μετουσιωμένα σε χώμα, σκατά που ρέουν στο πράσινο αίμα των φυτών, σκατά στη θάλασσα, στη βροχή, στον σκατένιο κόσμο. Όσο για τη δική μου κατάληξη, δεν είναι κάνα αίνιγμα: γέρος, σκατόγερος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, πεθαίνοντας μακριά από όλες τις χέστρες που συνάντησα. Αλλά προτού 'ρθει ο θάνατος θα ξανασυναντήσω το αρχέγονο καθίκι της
παιδικής μου ηλικίας. Κόκκινο ή μοβ.

Όνειρα...,

Άνοιξα τα μάτια μου ένα πρωί και προσπαθούσα να δω
όλα θολά γύρω μου, όλα σ' ένα σύννεφο πιασμένα...
Προσπάθησα να αγγίξω το πρόσωπό μου με τ' ακροδάχτυλά μου
όμως δεν είχα δύναμη...

Γύρισα στο πλάι και κοίταξα το κενό..
δεν τρόμαξα, δεν λυπήθηκα, δεν ένιωσα τίποτα...
γιατί;
Μα γιατί δεν ένιωθα πια...

Σαν μαριονέτα βρήκα την δύναμη και σηκώθηκα, πλησίασα τον καθρέπτη και κοίταξα μέσα του...
Χαμογέλασα στο είδωλό μου και του έγνεψα...

Τι όνειρα άραγε είδα χθες;
Πολλά πράγματα και χίλιες εικόνες ήρθαν στο μυαλό μου...
Κάποιος μου είπε...Κυριακή σήμερα...ότι είναι θα φανερωθεί μέχρι το μεσημέρι...

Δεν ήταν τέτοια όνειρα όμως...ήταν τα όνειρα που έρχονται στο υποσυνείδητο γιατί η πραγματικότητα τα διώχνει...

Η μέρα ξέρει ότι δεν έχουν υπόσταση ούτε και λόγο ύπαρξης, ξέρει ότι είναι πέρα από κάθε τι που θες και δεν αρκεί να το επιθυμείς κάτι για να γίνει μερικές φορές...

Η νύχτα όμως θέλει να παίζει παιχνίδια στην σκιά σου...

Στο φως λοιπόν ξεθώριασαν οι εικόνες,
ξεθωριάζει και η θύμηση μέρα με τη μέρα...
γιατί το θες
γιατί το επιλέγεις...

Τα όνειρα όμως μπορείς να τα λυγίσεις;
Να παλέψεις, να τα νικήσεις;

Και πως θα γνωρίσεις τ' αληθινά όνειρα από τα ψεύτικα;

Κάποιος μου είπε....αυτά που δεν σε πληγώνουν ποτέ, αυτά είναι τα αληθινά όνειρα...!
Εγώ που ξέρω λέω πως τα αληθινά όνειρα τα πήρες μαζί σου…